- διστομίδες
- (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και ένα κοιλιακό. Οι δ. είναι ερμαφρόδιτες.
Στην οικογένεια των δ. ανήκει το γένος παρασιτικών σκουληκιών δίστομο. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά υπογένη, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι η φασιόλα και το δικροκοίλιο, που αντιστοιχούν στις παλιές ονομασίες δίστομο το ηπατικό και δίστομο το λογχοειδές, γνωστών και με την ονομασία δίστομο το μεγάλο και δίστομο το μικρό. Και τα δύο προκαλούν την αρρώστια διστομίαση στα ζώα (πρόβατα, βοοειδή κλπ.), ζώντας παρασιτικά και κατά χιλιάδες μέσα στα χοληφόρα αγγεία και στο συκώτι και προκαλώντας θανατηφόρα αναιμία, γνωστή και με την ονομασία κλαπάτσα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η αρρώστια αυτή μεταδίδεται στον άνθρωπο.
Το δίστομο έχει φυλλοειδές σώμα, μήκους 3 εκ. Διαθέτει δύο μυζητήρες, έναν στοματικό και έναν κοιλιακό. Ο κύκλος της εξέλιξης των διστόμων είναι πολύπλοκος, γιατί το παράσιτο αυτό εμφανίζει πολλές προνυμφικές μορφές.
Αρχικά, οι προνύμφες που βγαίνουν από τα αβγά κολυμπούν ωσότου εισχωρήσουν στα αναπνευστικά όργανα κάποιου υδρόβιου μαλακίου. Εκεί μετατρέπονται σε σποροκύστεις, μέσα στις οποίες σχηματίζονται νέες προνύμφες με παρθενογένεση. Οι προνύμφες αυτές μεταναστεύουν στον ενδιάμεσο ξενιστή, το μαλάκιο, όπου εμφανίζονται με άλλη προνυμφική μορφή, εκείνη των κερκαρίων. Από τον ενδιάμεσο ξενιστή μεταφέρονται κολυμπώντας σε υδρόβια ή σε παρόχθια φυτά ή παραμένουν στην επιφάνεια του νερού, όπου μετατρέπονται στα δίστομα του συκωτιού. Με τη μορφή αυτή εισχωρούν στον κύριο ξενιστή τους από το στόμα και από το συκώτι του, όπου και αναπτύσσονται, προκαλώντας τη διστομίαση.
Δίστομο το ηπατικό στο μικροσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.